9 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912: Η ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΕΠΟΠΟΙΙΑΣ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΣΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟ.


10 Οκτωβρίου 1912. Στις 10 το πρωΐ το Υπουργείο των Στρατιωτικών στην Αθήνα ανακοίνωνε το εξής τηλεγράφημα του Γενικού Στρατηγείου: «Χάνι Καστανιάς : 8 :40 Χάνι Βορείου Βίγλας. Ημέτερος στρατός διώκει τον εχθρόν δι’ όλων των διόδων των Καμβουνίων, προς τα Σέρβια και την κοιλάδα του Αλιάκμονος. Ο Τουρκικός στρατός αποσυνετέθη. Έπεσαν εις χείρας μας 22 πυροβόλα εχθρικά πεδινά μετά των βλητοφόρων των, πλήθος μεταγωγικών οχημάτων και πολύ υλικόν.»

Την επομένη ημέρα η Εφημερίδα Εμπρός έγραφε: «Η μάχη του Σαρανταπόρου ήτις κατέληξεν εις την άλωσιν της Πόρτας και των Σερβίων, παραδώσασα εις χείρας του Ελληνικού Στρατού την οχυρωτέραν δίοδον της Μακεδονίας και πλήθος αιχμαλώτων και λαφύρων, αφήνει προ αυτού εφεξής ανοικτόν τον δρόμον προς την Θεσσαλονίκην».
∆ιότι αποδεκατίστηκαν οι Τούρκοι στην πλέον φυσικώς οχυρή γραμμή, στην αμυντική γραμμή των στενών του Σαρανταπόρου, όπου είχαν συγκεντρωμένες όλες τους τις δυνάμεις.

Oι Τούρκοι ονόμαζαν το Σαραντάπορο σαράντα περάσματα και Στενά του ∆ιαβόλου. Ήδη ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή που πέρασε τα στενά την άνοιξη του 1668 είχε δώσει φοβερή περιγραφή, ευχόμενος να μην τα ξαναπεράσει. Επί πλέον τώρα είχε γίνει υποδειγματική αμυντική οργάνωση στα στενά από τους Γερμανούς με την κατασκευή τεχνητών οχυρωματικών έργων, πυροβολείων και χαρακωμάτων. Ο Σεϊφουλάχ πασάς σε έκθεση του τουρκικού επιτελείου ανέφερε ότι «με 3000 άνδρες αποφασισμένους και με την οχύρωση που έχουν τα στενά του Σαρανταπόρου μπορεί κανείς να αντισταθεί
αντιμετωπίζοντας μεγάλη στρατιά.». Ο φον ντερ Γκολτς μάλιστα, ο Γερμανός οργανωτής του τουρκικού στρατού, είχε πει ότι τα στενά αυτά είναι απόρθητα και ότι «θα ήταν ο τάφος του ελληνικού στρατού, αν προσπαθούσε ποτέ να τα εκβιάσει». Την ημέρα που κηρύχτηκε ο πόλεμος, κατά μαρτυρία του αυτόπτη μάρτυρα Σερβιώτη Νικόλαου Κοεμτζόπουλου, «οι επίστρατοι Τούρκοι – Σερβιώτες έστησαν χορό στην πλατεία με ζουρνάδες και νταούλια, βέβαιοι για τη νίκη τους…».
Αλλά και ο Χασάν Ταχσίν πασάς, ο Τούρκος αρχηγός, ο υπεύθυνος για την άμυνα και τη φύλαξη της περιοχής γράφει στα Απομνημονεύματά του: «Η στενωπός είναι υψίστης σημασίας, αφού αποτελεί τη μοναδική ομαλή διάβαση και θεωρείται απόρθητη, λόγω της φύσει εξαιρετικά οχυρής θέσης της. Αλλά έχει και το μεγάλο μειονέκτημα ότι δεν έχει παρά μία και μόνη γραμμή υποχώρησης, που διέρχεται από το Ντεμίρ Καπού (στενό Πόρτες)».
«Μέχρις εσχάτων και πάση θυσία συγκράτηση του αντιπάλου στη γραμμή Σαρανταπόρου και παρεμπόδιση περαιτέρω διεισδύσεων…» ήταν και η σύσταση του Γενικού Επιτελείου Στρατού της Τουρκίας.

Στις 8, λοιπόν, Οκτωβρίου πλησιάζουν τα στενά του Σαρανταπόρου κατά μέτωπο οι 1η,2η και 3η ελληνικές μεραρχίες και το πρωί της επομένης ημέρας, στις 9 Οκτωβρίου, αρχίζει η προέλαση. «Το πυροβολικό μας, γράφει ο Ταχσίν πασάς, επεμβαίνει αμέσως με αξιόλογη ακρίβεια, αλλά το εχθρικό πεζικό προχωρεί αργά μεν αλλά σταθερά και σύντομα βρίσκεται αντιμέτωπο με τις εμπροσθοφυλακές του κέντρου μας.» «Θαμνά και χαντάκια και πέτρες πηδούσαμε, γράφει ο Φίλιππος ∆ραγούμης, παλιούρια μας ξέσχιζαν τα χέρια και τα ρούχα κι όλο προχωρούσαμε και πέφταμε.» Το ελληνικό πυροβολικό καλύπτει τα πεζοπόρα τμήματα και απαντά στους Τούρκους μόνο μετά το μεσημέρι, όταν βρίσκει τις κατάλληλες θέσεις για βολή.
Ο απολογισμός σκληρός. «Κάθε δυο βήματα, γράφει ο ∆ραγούμης, που τραυματισμένος άφηνε το πεδίο της μάχης και πήγαινε προς το χειρουργείο, καινούργια βογγητά ακούγονταν και παρακάλια…Παντού πληγωμένοι μέσα στο σκοτάδι και στιςλάσπες, σκεπασμένοι με τ’ αντίσκηνα και αφημένοι στην τύχη τους. Μόλις άκουγαν βήματα στο δρόμο φώναζαν και παρακαλούσαν να μην τους αφήσουμε να ψοφήσουν από το κρύο.»

Ο πόλεμος εναντίον της Τουρκίας είχε αποφασισθεί να κηρυχθεί την 18η Οκτωβρίου 1912. Την 17η Οκτωβρίου ο Αλή Ριζά πασάς έδωσε διαταγή στις δυνάμεις του να επιτεθούν στις Σερβικές και Βουλγαρικές γραμμές. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος έστειλε έξι Ελληνικές Μεραρχίες στις υπώρειες των βουνών στη συνοριακή γραμμή Ελλάδας και Τουρκίας. Μια Μεραρχία, η έβδομη, αφέθηκε ως εφεδρεία.

Ο Χασάν Ταξίν (ή Ταχσίν) πασάς δεν είχε πάρει διαταγή να επιτεθεί στο Ελληνικό στράτευμα. Απομονωμένος στη Δεσκάτη, πιθανότατα δεν είχε λάβει γνώση των γεγονότων. Η Πύλη και τότε ακόμα ήλπιζε ότι θα κατόρθωνε να αποσπάσει την Ελλάδα από τους Συμμάχους της και ήθελε να πιέσει την εξέλιξη των γεγονότων στα νότια σύνορα της Αυτοκρατορίας. Η σφαλερή αυτή κρίση έθετε σε μειονεξία τις τουρκικές δυνάμεις της Νότιας Μακεδονίας.

Ο Χασάν Ταξίν, όταν πληροφορήθηκε την άφιξη του Ελληνικού στρατού στα σύνορα, υποχρεώθηκε να κινηθεί προς τα Βόρεια, για να επιτύχει τη συνένωση των δυνάμεών του με δυνάμεις που έρχονταν, για να τον ενισχύσουν και προσπάθησε να οχυρωθεί σε θέση όσο το δυνατόν ευνοϊκότερη γι’ αυτόν.

Την 4η Οκτωβρίου 1912 ο διάδοχος Κωνσταντίνος, προελαύνοντας, βρέθηκε σε καταλληλότερη θέση από τους εχθρούς του και, κινούμενος γρήγορα και συνεχώς, δεν επέτρεψε στις δυνάμεις των Τούρκων να συνενωθούν, πράγμα που έκαμψε το ηθικό τους.

Ώρα 6η π.μ. της 5ης Οκτωβρίου 1912 τα Ελληνικό στράτευμα, μοιρασμένο σε τέσσερα τμήματα, πέρασε τα σύνορα. Οι Τούρκοι που βρίσκονταν στους μεθοριακούς σταθμούς έριξαν κάποιες βολές και αποσύρθηκαν εσπευσμένα σε λόφους πάνω από την πεδιάδα της Ελασσόνας. Δύο Ελληνικές Μεραρχίες διατάχθηκαν να πραγματοποιήσουν μετωπική επίθεση. Οι Τούρκοι, βλέποντας να εφορμούν εναντίον τους δύο Συντάγματα Ευζώνων, τράπηκαν σε φυγή προς Βορράν.

Ο Τούρκος διοικητής, όταν αντιλήφθηκε ότι έχασε την πρώτη μάχη, αποφάσισε να αποσυρθεί προς το Σαραντάπορο όπου και ήλπιζε ότι θα είχε αρκετό χρόνο να οχυρωθεί, περιμένοντας ταυτόχρονα βοήθεια που θα αποστελλόταν από τη Θεσσαλονίκη.

Το Σαραντάπορο είναι ισχυρό φυσικό οχυρό. Πρόκειται για τη Νότια είσοδο της Μακεδονίας και θεωρείται δυσπρόσιτο και σχεδόν απόρθητο. Στο σημείο εκείνο ο δρόμος που οδηγεί από την Ελασσόνα προς τα Σέρβια συναντά μια ανοιχτή κοιλάδα μέχρι το στόμιο της Διόδου όπου διπλή σειρά ορεινών όγκων διέρχεται προς Νοτιανατολική και Νοτιοδυτική διεύθυνση. Ο δρόμος, μπαίνοντας στη Δίοδο, διασχίζει ένα μακρύ και στενό φαράγγι που έχει Ανατολικά και Δυτικά απόκρημνα βουνά (Θυμίζει πολύ το ανάγλυφο της Κρέσνας).

Ο Χασάν Ταξίν πασάς έσπευσε να οχυρωθεί εκεί και συνετότατα έπραξε, για να ανακόψει την προέλαση του Ελληνικού στρατεύματος.

Στις 9 Οκτωβρίου 1912 οι Έλληνες έφτασαν στην πεδιάδα και βρήκαν τον Τουρκικό στρατό πάνω στα υψώματα αυτής της οχυρής τοποθεσίας. Τότε ο Κωνσταντίνος παρέταξε το στράτευμα έτοιμο για επίθεση και οι Τούρκοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με τρεις Ελληνικές Μεραρχίες. Ακόμα μια Μεραρχία είχε κρατηθεί εφεδρική, ενώ δύο τάγματα Ευζώνων βάδιζαν προς το αριστερό τμήμα της Τουρκικής παράταξης.

Οι δυσκολίες που έπρεπε να υπερνικήσουν οι Έλληνες αυξάνονταν συνεχώς, καθώς οι βαθιές χαράδρες και οι λόφοι της περιοχής καθιστούσαν αδύνατη τη μεταφορά του πεδινού πυροβολικού. Το πεζικό του δεξιού τμήματος των Ελλήνων είχε μείνει χωρίς τη βοήθεια του πυροβολικού και ήταν εκτεθειμένο στις βολές των Τουρκικών πυροβολαρχιών περισσότερο από τρεις ώρες.

Τα σώματα που απάρτιζαν το δεξιό τμήμα της Ελληνικής παράταξης κατάφεραν να τεθούν σε θέση μάχης με σκοπό να αναρριχηθούν στις αλλεπάλληλες σειρές λόφων, για να φτάσουν στις γραμμές του εχθρού. Το μεσημέρι η πρώτη από τις Ελληνικές πυροβολαρχίες, προελαύνοντας συνεχώς, έκανε αποτελεσματικές βολές. Οι Τούρκοι όμως, έχοντας εμπιστοσύνη στο οχυρό της θέσης τους, παρέμεναν στο σημείο, αντιμετωπίζοντας τους Έλληνες με ρίψη οβίδων.

Οι Έλληνες φάνηκαν να διστάζουν προς στιγμήν. Έφιππος ο Στρατηγός της 3ης Ελληνικής Μεραρχίας έφθασε στις πρώτες γραμμές με το επιτελείο του, κραυγάζοντας «εμπρός παιδιά». Η κραυγή «εμπρός» επαναλήφθηκε από όλους και ευκρινώς ακουγόταν και από τους Τούρκους. Παρόλα αυτά οι Τούρκοι συνέχισαν την άμυνά τους.

Όταν η νύχτα έπεσε, το πυρ των Τουρκικών πυροβόλων βαθμηδόν έπαψε και οι Έλληνες προετοιμάσθηκαν να διανυκτερεύσουν στις θέσεις τους. Οι κλιματικές συνθήκες ήταν εξαιρετικά δύσκολες, καθώς επικρατούσε βροχή ομίχλη και ψύχος.

Την 10η Οκτωβρίου το πρωί οι ανιχνευτές των προφυλακών των Ελλήνων, αφού προχώρησαν μέχρι τα χαρακώματα των εχθρών, τα βρήκαν κενά και οι άνδρες της 6ης ελληνικής Μεραρχίας καταδίωξαν τους αντιπάλους τους.

∆εν παρατηρείται καμιά κίνηση και καμιά πολεμική δραστηριότητα εκ μέρους των Τούρκων. Και όταν μετά τις 7.30 το πρωί
στέλλονται ανιχνευτές και περίπολοι για να διαλευκάνουν το μυστήριο, διαπιστώνεται ότι ο εχθρός είχε εγκαταλείψει τις θέσεις του και τα ορύγματά του ήταν άδεια.
Τι είχε συμβεί;
Ο Χασάν Ταχσίν πασάς, ο υπεύθυνος για την άμυνα της περιοχής, που πληροφορείται τα γινόμενα στο Ράχοβο, ομολογεί αργά το απόγευμα της 9ης Οκτωβρίου: «Όταν έφθασα στις Πόρτες, αντιλήφθηκα όλη την τραγικότητα της στιγμής και την έκταση της συμφοράς που ερχόταν. Ολόκληρη η περιοχή ελεγχόταν ανενόχλητα από τα εχθρικά τμήματα που προέλαυναν ακάθεκτα. Η κατάσταση παρουσίαζε χειροτέρευση και δεν επιτρεπόταν πια να ζητηθεί από τους υπερασπιστές του κέντρου η συνέχιση της απεγνωσμένης αντίστασης στις γραμμές του Σαρανταπόρου με σκληρές και δυσανάλογες πλέον θυσίες…. ∆ιέταξα να εγκαταλείψουν τον αγώνα και να αποσυρθούν, …διασώζοντας με κάθε θυσία το πυροβολικό και όλα τα εφόδια».

Η μάχη του Σαρανταπόρου, γράφει ο Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, Συνταγματάρχης, αρχηγός της ομάδας Πυροβολικού Στρατιάς σε επιστολή του προς τη γυναίκα του, « ήτον μία από τας μάχας που θα ομιλήσει η Ιστορία. Είναι αδύνατον να σοι παραστήσω το οχυρόν της θέσεως, αδύνατον τεχνητώς να οχυρωθεί παρομοία θέσις. Χάρις εις το στρατηγικόν σχέδιον (οι Τούρκοι) εκυκλώθησαν και ηναγκάσθησαν να υποχωρήσωσι…. Η νίκη μας υπήρξε μεγάλη».
Το αξιόμαχο του Ελληνικού Στρατού μέχρι εκείνη την εποχή το αμφισβητούσαν οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις καθώς επίσης και οι Βούλγαροι, όπως εξάλλου και πολλοί από τους Έλληνες. Σύμφωνα μάλιστα με τις βουλγαρικές αντιλήψεις, εκείνο στο οποίο ο πόλεμος αυτός θα κατέληγε θα ήταν η αυτονόμηση κάποιων περιοχών της Μακεδονίας, τις οποίες εύκολα η Βουλγαρία στη συνέχεια σκεφτόταν να προσαρτήσει στο κράτος της. Μετά τo Σαραντάπορο, όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Σε πολλές εφημερίδες ευρωπαϊκών κρατών δημοσιεύθηκαν λεπτομερείς περιγραφές της μάχης με επαινετικά για τους Έλληνες σχόλια. Ανταπόκριση από το Λονδίνο στις 12.10 αναφέρει: «…Πάσαι σχεδόν αι εφημερίδες περιγράφουσι την μάχην του Σαρανταπόρου και  την κατάληψιν των Σερβίων, επαινούσι την ταχύτητα με την οποίαν ο στρατός προήλασε, την αντοχήν αυτού και την εκπόρθησιν θέσεων οχυρωτάτων, ενώ αι ελληνικαί θέσεις εμειονέκτουν…». Και δύο μέρες αργότερα: « Κατόπιν των τελευταίων νικών του Ελληνικού στρατού εν Ηπείρω και Μακεδονία τα ελληνικά χρεώγραφα υψώθησαν επαισθητώς εις το ενταύθα χρηματιστήριον…» Στην Εφημερίδα Εμπρός της 12ης Οκτωβρίου διαβάζουμε:
«Η Ελλάς από της προχθές δεν κύπτει πλέον την κεφαλήν περίλυπος…Το ταλαιπωρημένον έθνος ανέστη και αι απεψυγμέναι καρδίαι επανεύρον τους παλμούς των εντόνους και πλήρεις ζωής. Ουδέποτε θαύμα επανέφερεν εις καταπεπονημένας ψυχάς ταχύτερον την ελπίδα και την χαράν.»
Και η Εφημερίδα Σκριπ της 11ης Οκτωβρίου 1912 τονίζει: «Από χθες δύναται να είπη τις ότι ο Ελληνικός στρατός εν αποφασιστική μάχη εις Σαραντάπορον και εις την προ των Σερβίων Στενήν Πόρταν, εγένετο κύριος της Μακεδονίας, διότι όλη η δύναμις ήτις ετάχθη ίνα αναχαιτίσει την προς βορράν πορείαν του συνετρίβη και αποσυνετέθη κατά την χαρακτηριστικήν
έκφρασιν του επισήμου τηλεγραφήματος.»

Η συντριπτική πλέον υπεροχή των Ελλήνων, ομολογεί ο Ταχσίν πασάς, ποσοτικά και ποιοτικά δημιουργεί προφανείς συνέπειες για ολόκληρο το μέτωπο της ∆υτικής και Κεντρικής Μακεδονίας. «Οι Έλληνες χαλυβδωμένοι από τις λαμπρές επιτυχίες τους, που τους είχαν φέρει από τη Μελούνα στον Αλιάκμονα μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, αποτελούσαν ένα γρανίτη ηθικού και κατά τη δική μου άποψη τουλάχιστον, το καλύτερο πολεμικό όργανο που είχε αποκτήσει ποτέ η Ελλάδα.»
Η μάχη του Σαρανταπόρου και η νίκη των Ελλήνων ήταν ο καταλύτης για να εδραιωθεί και πάλι η εθνική αυτοπεποίθηση και να πιστεύσουν και πάλι οι Έλληνες ότι μπορούν να νικήσουν τον εχθρό.
Η σημασία της νίκης του Σαρανταπόρου μπορεί καλύτερα να εκτιμηθεί αν αναστρέψομε την εικόνα, γράφει ο Σπύρος Μαρκεζίνης στην Ιστορία του «Ακόμη και αν οι Έλληνες νικούσαν μεν στο Σαραντάπορο αλλά απλώς καθυστερούσαν, πέρα από τις άλλες ηθικές συνέπειες, τονίζει, θα είχε χαθεί η Θεσσαλονίκη, με απροσμέτρητες συνέπειες για όλο τον αγώνα.»

Η ταχύτητα λοιπόν με την οποία προήλασαν τα ελληνικά στρατεύματα στο Σαραντάπορο και στις Πόρτες συντέλεσε στο να κερδηθεί η μάχη με το χρόνο με τους Βουλγάρους. Μικρή καθυστέρηση απ’ την πλευρά των Ελλήνων και η Θεσσαλονίκη θα ήταν Βουλγαρική.

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,Τόμος. 
ΙΔ΄, σελ. 290-292, Εκδοτική Αθηνών, 1977
Νεότερη Παλαιότερη